- καθυπερακοντίζω
- καθυπερακοντίζω (Α)(επιτατ. τού υπερακοντίζω)1. ρίχνω το ακόντιο και υπερβαίνω πολύ τον στόχο μου2. μτφ. κατανικώ, καταπολεμώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* - + ὑπερ-ακοντίζω «υπερβαίνω τον στόχο με το ακόντιο»].
Dictionary of Greek. 2013.